Ο ΘΟΡΥΒΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

0
1247

Της Μαρίας Μπουραζάνη

Ο φόβος για τη μοναξιά είναι η κοινή μοίρα των ανθρώπων του δυτικού πολιτισμού, τόσο των υγιών ατόμων όσο και των ασθενών.

Η μοναξιά είναι  υποφερτή μόνο προσωρινά.

Δεν είναι τυχαίο ότι στους ανθρώπους που τους επιβλήθηκε μια έξωθεν απομόνωση αναπτύχθηκαν διάφορες ψυχικές διαταραχές, ποικίλης βαρύτητας. Αρκετά συχνά, οι απομονωμένοι ανέπτυξαν ψυχώσεις, όπως να συνομιλούν με έναν φανταστικό φίλο ή και συλλογικές ψυχώσεις, κοινές δηλαδή σε όλο το πλήθος της ομάδας, όπως θεωρίες συνομωσίας, εξωγήινοι κτλ.  Ακόμα και όσοι επιλέγουν την οικειοθελή απομόνωση, δεν δύναται να απέχουν για καιρό από τους συνανθρώπους τους και αν το κάνουν, τότε κατά την ψυχαναλύτρια Frida Fromm-Reichmann πιθανώς  πάσχουν από κάποια ψυχική νόσο.

Η ανθρώπινη επιθυμία για συναισθηματική επαφή είναι μια καθολική, έμφυτη και διαρκής ανάγκη, που ξεκινά από τη στιγμή που το βρέφος αποχωρίζεται την μήτρα και χωρίζεται σωματικά από τη μητέρα του. Σήμερα γνωρίζουμε πως τα βρέφη που έχουν μεγαλώσει χωρίς σταθερή μητρική αγκαλιά αναπτύσσουν σοβαρές συναισθηματικές διαταραχές, που συχνά εκφράζονται ως σεξουαλικές διαταραχές στην ενηλικίωση. 

Η συναισθηματική μοναξιά εκφράζεται στους ενήλικες του σύγχρονου δυτικού κόσμου ως σωματική μοναξιά. Η επονομαζόμενη Generation X, στην οποία ανήκουν όσοι γεννήθηκαν από το 1960 έως το 1980, βίωσε την επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης, την απελευθέρωση των γυναικών, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τη σημαντικότερη σύγχρονη παγκόσμια οικονομική κρίση  και τη ραγδαία τεχνολογική πρόοδο. Η επικοινωνιακή επανάσταση που βίωσε αυτή η γενιά, είχε ως αποτέλεσμα να αναπτύξει εμμονικά ταμπού ως προς τις σχέσεις. Η συντροφικότητα και το άγγιγμα μετατράπηκε  σε απειλή της σωματικής ιδιωτικότητας. Η σωματική επαφή μεταλλάχθηκε σε σεξουαλική επαφή χωρίς συναισθηματική δέσμευση. Ο Αμερικανός ψυχίατρος Geoffrey Gorer χαρακτηριστικά αναφέρει πως οι σύγχρονοι αστοί άλλαξαν τις συνήθειες τους ως μέσο αντίπραξης στην σωματική μοναξιά, προσθέτοντας το αλκοόλ και το κάπνισμα στην καθημερινότητα τους.  Μερικοί εξ αυτών βρίσκουν συντροφιά στα κατορθώματα τους (δόξα, χρήματα, επιτυχία) ενώ άλλοι είναι εγκλωβισμένοι στην ιδεατή ανύπαρκτη σύντροφο που αδυνατούν να αποκτήσουν (ανύπαρκτη τελειότητα).  Η μεγαλύτερη δυσκολία αυτής της γενιάς είναι η έλλειψη επίγνωσης της μοναξιάς που βιώνει ώστε να ζητήσει ανακούφιση και βοήθεια από έναν ειδικό θεραπευτή.

Πέρα όμως από την αντικειμενική συναισθηματική ή σωματική μοναξιά, υπάρχει και η αίσθηση της μοναξιάς. Η αίσθηση του να νιώθει κανείς μόνος ακόμα και όταν αντικειμενικά δεν είναι. Να νιώθει μοναξιά παρουσία συντρόφου, φίλων ή παιδιών, ακόμα και όταν αυτοί οι άνθρωποι του δίνουν αγάπη.  Αυτή η κατάσταση εσωτερικής μοναξιάς, σύμφωνα με την ψυχίατρο Melani Klein, πηγάζει από παρανοϊκά και καταθλιπτικά άγχη που με τη σειρά τους έχουν τις ρίζες τους στην βρεφική ηλικία, συγκεκριμένα στην ανικανοποίητη λαχτάρα του βρέφους για κατανόηση χωρίς λέξεις (προ-λεκτικό στάδιο).  Η λαχτάρα αυτή συμβάλλει στην αίσθηση της μοναξιάς και προέρχεται από το καταθλιπτικό συναίσθημα μιας ανεπανόρθωτης απώλειας. Αυτά τα άγχη υπάρχουν σποραδικά και ως έναν βαθμό σε κάθε υγιή ενήλικα, όταν όμως γίνονται εξαιρετικά ισχυρά και εγκλωβίζουν το άτομο στη απέραντη αίσθηση της μοναξιάς, τότε είναι απαραίτητη η συμβολή κάποιου ειδικού θεραπευτή.    

Γενικολογώντας, η μοναξιά μπορεί να προέλθει από την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει κατάλληλος σύντροφος (ή ομάδα) για να ανήκει κάποιος. Αυτό το «μη-ανήκειν» σχετίζεται με την ανεπάρκεια του ίδιου του ατόμου να είναι συναισθηματικά διαθέσιμο, εξαιτίας κάποιων χαρακτηριστικών του εαυτού του που έχουν αποκοπεί από το συνειδητό μέρος και δεν μπορούν να ανακτηθούν. Ενώ, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους κάθε άτομο βιώνει την μοναξιά.

Η άρνηση της μοναξιάς παρεμβαίνει στις συναισθηματικές σχέσεις δημιουργώντας προβληματικούς δεσμούς. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι δύο συχνότεροι σχεσιακοί τύποι.

Από την μία, ο μοναχικός που αδυνατεί να κατανοήσει και να εμπιστευθεί τον εαυτό του, καταλήγει σε μια κατάσταση απόσυρσης, καταστρέφοντας την ικανότητα του να κάνει μια υγιή σχέση και να βιώσει αγάπη, γαλήνη, ευχαρίστηση. Λαχταρά μεν να συνάψει σχέση αλλά δεν μπορεί, έτσι αντισταθμίζει την μοναξιά του ισχυροποιώντας το εγώ του. Αλλάζει συχνά συντρόφους ψάχνοντας τον «ιδανικό» και εκφράζει αυτή του την ανικανότητα είτε ανοιχτά στον εκάστοτε σύντροφο του, λέγοντας πχ «θέλω ελεύθερη σχέση γιατί δεν αντέχω την δέσμευση», είτε προβάλλοντας την ανικανότητα του ως ανεπάρκεια του συντρόφου του, λέει πχ «Γίνεσαι φορτικός (με την αγάπη σου) και με πιέζεις».

Από την άλλη, ο μοναχικός που προσπαθεί να βρει ανακούφιση μέσα από μια σχέση με έναν καλόβουλο άνθρωπο. Στην αρχή η σχέση φαντάζει ειδυλλιακή. Το μοναχικό άτομο βιώνει μια λαχτάρα να ξεπεράσει τις εσωτερικές δυσκολίες, τις καταστροφικές ορμές και ανεπάρκειες του μέσα από την συντροφικότητα. Συνεπώς, η σχέση αυτή του προσφέρει ανακούφιση. Όμως σύντομα, το μοναχικό άτομο προβάλλει στο καλόβουλο τις ανεπάρκειες του, το μίσος, το φόβο και όλα τα υποσυνείδητα άγχη. Αδυνατεί να αγαπήσει τον σύντροφο του, όμως γαντζώνεται πάνω του και με υποσυνείδητο τρόπο τον κάνει να νιώθει ανεπαρκή, αφενός για να τον κρατάει δέσμιο και αφετέρου για να νιώθει ο ίδιος υπεροχή.  Έτσι με την πάροδο του χρόνου το καλόβουλο άτομο αρχίζει να εξαντλείται, νιώθει να χάνει τις δυνάμεις του γιατί δεν ικανοποιείται από την μονόδρομη σχέση που δεν του προσφέρει τίποτα συναισθηματικά και στο τέλος αποχωρεί συναισθηματικά κενό. Τέτοιες σχέσεις είναι συνήθως μεταξύ ναρκισσιστών και συναισθαντικών. 

Όπως είναι αντιληπτό, υπάρχουν διάφοροι συνειδητοί και ασυνείδητοι τρόποι με τους οποίους καθορίζεται η επιλογή ενός συντρόφου από το μοναχικό άτομο, καθώς και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Ο ψυχίατρος Ματθαίος Γιωσαφάτ, στο βιβλίο του «Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί», κάνει μια ψυχαναλυτική προσέγγιση στα θέματα της ανθρώπινης συντροφικότητας που αξίζει να διαβαστεί και να γίνει η αφορμή για μια εσωτερική αναζήτηση.  

Μια υγιής σχέση είναι μια χαρούμενη σχέση, που γεννά την αισιοδοξία, που μετριάζει την μοναξιά, ισχυροποιεί την καλοσύνη και την εμπιστοσύνη, τόσο στον ίδιο τον εαυτό όσο και στο άλλο πρόσωπο. Το εγώ εμφανίζεται ηπιότερο, έχει λιγότερες απαιτήσεις, συνεπώς το άτομο γίνεται δεχτικότερο και συνάμα ανθεκτικότερο στις δυσκολίες της ζωής. Παρουσιάζει δηλαδή μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα. Η πικρία του παρελθόντος υποχωρεί και την θέση της παίρνει η ευγνωμοσύνη και η ευχαρίστηση. Ο στενός δεσμός που αναπτύσσεται αναμεσά σε δυο ανθρώπους προάγει το αίσθημα της ασφάλειας, της κατανόησης και της αποδοχής και έτσι τα αρχέγονα βρεφικά άγχη καταστέλλονται. Το άτομο γίνεται πιο γενναιόδωρο και ικανό να λάβει και να δώσει αγάπη. Όλα ετούτα σε συνδυασμό με την ηδονή αντισταθμίζουν επαρκώς την μοναξιά.

Τέλος, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η ικανότητα να μένει κανείς μόνος του είναι ένα σημαντικό σημάδι ωριμότητας στην συναισθηματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Παρουσιάζει δε, σημαντικά οφέλη για τον ψυχισμό, την πνευματικότητα και την δημιουργικότητα του ατόμου. Είναι όμως εντελώς διαφορετική η ικανότητα ετούτη με την βιωματική μοναξιά.  Οι άνθρωποι φυσιολογικά έχουν βιολογικές ανάγκες για προσκόλληση, δεσμούς και κοινωνικότητα, αλλά έχουν και ανάγκη για μοναχικό χρόνο με τον εαυτό τους.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Γιωσαφάτ Μ. «Να παντρευτεί κάνεις ή να μην παντρευτεί». Εκδ. ΑΡΜΟΣ

Klein M, Winnicott DW, From-Reichmann et al. «Η μοναξιά ως πάθηση και ως ικανότητα». Εκδ. Αλεξάνδρεια

Για βοήθεια μπορείτε να απευθυνθείτε (αλφαβητική σειρά):

Κωνσταντίνος Δ. Μούχαλος (Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας) & Συνεργάτες

Βασίλειος Μπαράκος (Ψυχολόγος, Μουσικοπαιδαγωγός Ειδικής Αγωγής)

Μαρία Στρίγκου (Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας)