Η Ελληνική Ναυτιλία αποτελεί το δυσκολότερο τεστ αντοχής για τη μεταβατική κυβέρνηση. Ιδιαίτερα το αίτημα του ναυτιλιακού κόσμου για επανασύσταση του πρώην Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας αποτέλεσε και θα αποτελέσει το πεδίο σύγκρουσης μεταξύ των τριών κομμάτων που απαρτίζουν την κυβέρνηση Παπαδήμου.
Ήδη ο υπό ελληνική σημαία στόλος παρουσιάζει μείωση αφού οι Έλληνες εφοπλιστές αλλάζουν νηολόγιο κάτω από την πίεση ενός μπαράζ κυβερνητικών επιθέσεων σε έναν από τους δύο πυλώνες της ελληνικής οικονομίας.
Μετά την απόφαση του τέως πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου να καταργήσει το υπουργείο Θαλασσίων Υποθέσεων μέσα σε 22 μήνες έχει αλλάξει τέσσερις φορές το διοικητικό πλαίσιο της ναυτιλίας δημιουργώντας μία καθόλου ευχάριστη ατμόσφαιρα στις σχέσεις κυβέρνησης –εφοπλισμού.
Η Ελληνική Ναυτιλία που είναι 140 δισ. ευρώ συνάλλαγμα την τελευταία 10ετία έμεινε χωρίς υπουργείο. Τελευταία «κατάκτηση» είναι το…υφυπουργείο, χωρίς όμως το Λιμενικό να συμπεριλαμβάνεται σε αυτό. Οι Έλληνες βρίσκονται στην πρώτη θέση διεθνώς με μερίδιο 8,70% του παγκοσμίου στόλου σε αριθμό πλοίων και 13,50% σε χωρητικότητα.
Για να καταδειχτεί η γκρίζα κατάσταση του υπό ελληνική σημαία στόλου ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος κατά τα τελευταία 22 χρόνια έδειξε μια μεγάλη αύξηση η οποία αποτυπώνεται στον επόμενο πίνακα.
Πλοία (άνω των 1.000 G/T) Deadweight Tons Μέσο μέγεθος πλοίου
1988 2.487 85.047.000 34.200 dwt
2010 3.996 258.122.000 64.600 dwt
Οι ακραίες τιμές δείχνουν μια μέση αύξηση στον αριθμό πλοίων της τάξης των 68,6 πλοίων ετησίως, αν και η μεγάλη αύξηση στον αριθμό πλοίων έλαβε χώρα κατά την πρώτη δωδεκαετία κατά την οποία ο ετήσιος ρυθμός αύξησης ήταν λίγο χαμηλότερος των 100 πλοίων ανά έτος.
Από το 2000 και μετά ακολούθησε μια πενταετία μειώσεων στον αριθμό πλοίων, η οποία συνοδεύτηκε από την εκτίναξη μεταξύ 2005 και 2010 χρονική περίοδο κατά την οποία ο ετήσιος ρυθμός αύξησης έφθασε τα 140 πλοία. Κατά το χρονικό διάστημα των είκοσι δύο ετών το μέσο μέγεθος πλοίου σχεδόν διπλασιάστηκε, ξεπερνώντας τη διεθνή τάση για μεγέθυνση των εμπορικών πλοίων.
Το Ελληνικό νηολόγιο, σε αντίθεση με ορισμένα αλλά υπό τα οποία επιλέγει να λειτουργεί η μεγάλη ελληνική ναυτιλία σήμερα βρίσκεται σε πτωτική τάση. Η πτώση των τριών τελευταίων ετών σύμφωνα με το GSCC είχε ως εξής:
Ελληνική Σημαία – Αριθμός Πλοίων (Πλοία 1.000 dwt και άνω)
2009 1.121
2010 969 Διαφορά 2009/10 : -152
2011 917 Διαφορά 2010/11: -52
Απώλειες 2009/2011: -204
Οι απώλειες του ελληνόκτητου στόλου στο ανωτέρω χρονικό διάστημα είναι εξαιρετικά μεγάλες (18,2%) και τα αίτιά τους θα πρέπει να προβληματίσουν τις αρμόδιες αρχές διότι προοιωνίζουν σημαντική πτώση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής σημαίας.
Η πτώση στα πλοία του Ελληνικού νηολόγιου επιβεβαιώνεται και από μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ που συμπεριλαμβάνει και πολύ μικρότερα πλοία (άνω των 100 κορών). Η μείωση 2010/2011 ήταν της τάξης του 3,7% (από 2.119 σε 2.121 πλοία) συγκρινόμενη με 5,4% για το ίδιο έτος με βάση τα στοιχεία του GSCC.
Αν διερωτηθεί κανείς αν αυτό σημαίνει κάτι, η απάντηση είναι θετική. Η πτώση είναι συγκριτικά πολύ ταχύτερη στα μεγαλύτερα μεγέθη πλοίων. Εκτός της Ελληνικής πάντως, απώλειες παρουσιάζουν και οι σημαίες Παναμά, Κύπρου, Μπαχάμες, ενώ κέρδη της Μάλτας, Λιβερίας και Μarshall Islands.
«Η πτώση στη ζήτηση για υπηρεσίες νηολόγιου από την Ελληνική σημαία θεωρείται ότι θα χαλαρώσει την πίεση στην αγορά ναυτικής εργασίας για αξιωματικούς διότι καμία άλλη από τις λοιπές σημαίες με σημαντική συμμετοχή ελληνόκτητων πλοίων δεν επιβάλλει τη ναυτολόγηση Ελλήνων αξιωματικών» τόνισαν στο «protothema.gr» οικονομικοί κύκλοι που ασχολούνται με τη ναυτιλία:
«Με αφορμή την πρόσφατη διαφωνία μεταξύ των ΥΠΑΑΝ και ΥΠΡΟΠΟ για το σχέδιο μέτρων κατά της πειρατείας αναφέρθηκε ότι η παρέμβαση ενός εκ των δυο υπουργών σχετίστηκε με το ενδεχόμενο αποχώρησης τριακόσιων πλοίων από την Ελληνική σημαία. Ιστορικά, η αποχώρηση από την Ελληνική σημαία έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον ως μέσο πίεσης προς τις Ελληνικές κυβερνήσεις. Συνεπώς, η παρατηρηθείς σημαντική κάμψη της Ελληνικής σημαίας κατά την τελευταία τριετία ίσως να αντανακλά και την απογοήτευση του κλάδου από τη διάλυση του ΥΕΝ».